- κλεψίνοος
- κλεψίνοος, -οον (Α)βλ. κλεψίνους.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κλεψινόοις — κλεψίνοος beguiling the mind masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλεψινόοισι — κλεψίνοος beguiling the mind masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλεψινόου — κλεψίνοος beguiling the mind masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλεψινόων — κλεψίνοος beguiling the mind masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλεψινόῳ — κλεψίνοος beguiling the mind masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν … Dictionary of Greek